ταυροσφαγοῦντες

ταυροσφαγοῦντες
ταυροσφαγέω
cut a bull's throat
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοχαγέτας — λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί τού άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῡντες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχ αγέτας, λ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”